- συναιρετικός
- συναιρ-ετικός, ή, όν,A coaggregative,
οἱ ἄζωνοι -κοὶ βούλονται εἶναι τῶν ζωνῶν Dam.Pr.132
.2 tending to suppress, ib.106.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ ἄζωνοι -κοὶ βούλονται εἶναι τῶν ζωνῶν Dam.Pr.132
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναιρετικός — ή, όν, ΜΑ [συναιρῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο από κοινού μάζεμα («οἱ ἄζωνοι συναιρετικοὶ βούλονται εἶναι τῶν ζωνῶν», Δαμάσκ. Αρχ.) 2. ο επιτήδειος για περίληψη μσν. αυτός που είναι μαζί με άλλον μέλος μιας αίρεσης … Dictionary of Greek
συναιρετικόν — συναιρετικός coaggregative masc acc sg συναιρετικός coaggregative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρετικοί — συναιρετικός coaggregative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρετική — συναιρετικός coaggregative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρετικήν — συναιρετικός coaggregative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρετικῶς — συναιρετικός coaggregative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)